Τετάρτη 28 Αυγούστου 2013

Ο Αριστοτέλης είχε ανακαλύψει τη θεωρία της σχετικότητας(και όχι μόνο) χιλιάδες χρόνια πριν τον Einstein ή οποιονδήποτε άλλο!!
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ

"Της των δε ενόντων ρευστήν δύναμιν, εις κραταιάν θέσιν ισοκλίνουσα παν εν τη δομή των σμικρών μορίων πλέγμα ουσίας μέγεθος έστι τάδε: η της μάζης πολλαπλότητα εν διαδοχή, δις, μετά μεγέθους τριών μυρίων μυριάδων τριπλών ποδών προς την μονάδα του χρόνου".

Πράγμα που σημαίνει: Το μέγεθος της περικλειόμενης ενέργειας που συγκρατεί τα μόρια στο πλέγμα της δομής τους είναι: Ο πολλαπλασιασμός της μάζας διαδοχικά δύο φορές, με το μέγεθος τριάντα χιλιάδες φορές το δέκα χιλιάδες (μετρούμενο σε) τρία πόδια προς τη μονάδα του χρόνου.

Δηλαδή Ε= m: (3: 10.000:10.000) : (3: 10.000:10.000)= m: (3: 10.000:10.000)2 = m; (3: 100.000.000)2=m: (300.000.000)2= m : c2
Όπου 300.000.000 m/sec = c η ταχύτητα του φωτός.
Σχόλια: τριών μυρίων μυριάδων 3 (χ) 10.000 (χ) 10.000 άρα 300.000.000 m/sec.
Η μονάδα μήκους 3 πόδια (=1 μέτρο) = l m.
Η μονάδα του χρόνου είναι το 1 sec.
Άρα η ταχύτητα του φωτός c= 300.000.000 m/sec = 300.000 Km/sec, αφού 1 Km (χιλιόμετρο) = 1000 m.

Εδώ έχουμε να κάνουμε πολλά σχόλια με πρώτο το ότι βασιζόμαστε στην έρευ­να των Άγγλων και των Αμερικανών για την αυθεντικότητα του αραβικού κειμέ­νου. Το βασικότερο όμως των σχολίων είναι το «πώς γνώριζε ο Αριστοτέλης ή οι Άραβες τις σύγχρονες μονάδες μέτρησης; Δηλαδή το μέτρο και το δευτερόλεπτο. Μήπως και τις μονάδες μέτρησης τις πήραν οι «πολύμαθοι κλέφτες της αρχαίας ελ­ληνικής γνώσης» από τους αρχαίους μας προγόνους;

Το μεν δευτερόλεπτο έχει κάποια λογική, αφού είναι το 1/60 του λεπτού (min) που είναι το 1/60 της ώρας (h) που είναι το 1/24 της περιστροφής της Γης γύρω από τον εαυτό της.
Το μέτρο όμως ή τα τρία πόδια; Εδώ υπάρχει ένα μυστήριο.

Nα δώσουμε όμως και άλλα χωρία από το κείμενο του Αριστοτέλη για την ταχύ­τητα του φωτός.
«Την προς άκραν αύξησιν λόγου μεταβολής χώρου, προς χρόνον, ουκ εά η φύσις εις μη μετρήσιμον προσάγειν: προσάγει γαρ οσονούπω της μάζης το μέγε­θος εις το μη μετρήσιμον».
Πράγμα που σημαίνει: « Την αύξηση του λόγου του μήκους προς το χρόνο (ταχύτητα) προς ακραία τιμή (όριο της ταχύτητας του φωτός) δεν την επιτρέπει η φύση να φθάσει σε μη μετρήσιμη τιμή (άπειρο). Διότι κάνει και το μέγεθος της μάζας να είναι μη μετρήσιμο (άπειρο)».
Ακριβώς, δηλαδή, ότι λέει και η ειδική θεωρία της σχετικότητας του Einstein (;) που του την εξήγησε και πλήρως διατύπωσε ο Καραθεοδωρή(ς).


Πάμε παρακάτω στο κείμενο του Αριστοτέλη:
«Την δε χρόνου ροήν πάλιν αίφνης εις βραδύτερον προσάγει». Που σημαίνει: «Τη δε ροή του χρόνου την επιβραδύνει άμεσα».
Μιλάμε δηλαδή για τη διαστολή του χρόνου.

Όσον αφορά το όριο της ταχύτητας του φωτός ο Αριστοτέλης, όπως τον αντέγρα­ψαν οι Άραβες και όπως πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια απεκάλυψαν οι Άγγλοι, μας λέει-
«Την δε μεταβολήν των θεών νόμος τοιαύτη επιβολή φέρει το μέγεθος μηδέ των τριών μυρίων μυριάδων τριπλών ποδών προς την του χρόνου μονάδα υπερέχειν, μηδέ Ήλιος άλλος αστήρ αντιβαίνειν».
Εδώ έχουμε ένδειξη για το ότι ο Αριστοτέλης έχει διατυπώσει και τη «γενική θε­ωρία της σχετικότητας».

Η μετάφραση είναι: Στη δε μεταβολή (του χώρου προς τον χρόνο, άρα στην ταχύ­τητα), ο νόμος των θεών επιβάλλει να είναι μικρότερη από τριάντα χιλιάδες επί δέκα χιλιάδες επί τρία πόδια (ένα μέτρο) προς τη μονάδα του χρόνου (ένα δευτερόλεπτο) και ούτε ο Ήλιος ούτε άλλο άστρο μπορεί να την κάνει να παραβεί (το νόμο).

Η τελευταία φράση δείχνει ότι:
1) Γνώριζε ο Αριστοτέλης ότι ο Ήλιος ήταν απλά ένα άστρο όπως όλα.
2) Γνώριζε ότι τις συνθήκες κίνησης τις ορίζουν τα «βαρυτικά πηγάδια» (gravity wells) των άστρων, και ακόμη και ένα μαύρο άστρο (μελανή οπή) με την τεράστια έλξη του δε μπορεί να εξασφαλίσει ταχύτητα μεγαλύτερη από αυτήν του φωτός.

ΣΥΜΠΕΡΆΣΜΑΤΑ

Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι:
1) Οι υποψίες μας για το ότι ο Einstein κάτι έτοιμο πρέπει να βρήκε όταν διατύπωσε τη θεωρία της σχετικότητας επαληθεύονται.
2) Ο Einstein με ειλικρίνεια και εντιμότητα ζήτησε τη βοήθεια του Καραθεοδωρή(ς) που του τα εξήγησε όλα.
3) Στον Αριστοτέλη πλέον μπορούν να αποδοθούν.
α) Ο τύπος E=m:c2 για τη μετατροπή της μάζας σε ενέργεια και αντιστρόφως.
β) Η διαστολή του χρόνου και η συστολή του μήκους .
γ) Το όριο της ταχύτητας του φωτός.
6) Η μέτρηση της ταχύτητας του φωτός.
ε) Η «βαρυτική» θεωρία της γενικής θεωρίας της σχετικότητας.
στ) Η σχέση μάζας - ταχύτητας (όταν απειρίζεται η μία, απειρίζεται και η άλλη).

Τέλος να τονίσουμε ότι ακόμη και αν δεν τα έβγαλε αυτά ο Αριστοτέλης, τότε τα πήρε από κάποια άλλη αρχαιότερη ελληνική πηγή σαν μύστης που ήταν.

Ακόμη και αν οι Άραβες είπαν ψέματα και δεν τα βρήκαν όλα αυτά από τον Αρι­στοτέλη, ας αναρωτηθούμε που τα βρήκανε πριν από εκατοντάδες χρόνια;
Εξάλλου γιατί να μην πάρουν αυτοί τη δόξα; Το πιθανότερο είναι ότι οι Άραβες απλά αντέγραφαν για να σώσουν τη γνώση, χωρίς καν να την κατανοούν.
Αυτούς τους Άραβες αλλά και τους Άγγλους του Imperial College of London τους ευχαριστούμε για τη γνώση που μας έδωσαν και για την αλήθεια που την απεκατέστησαν.

Σάββατο 17 Αυγούστου 2013

Το μυστήριο ψάχνει λύση…

Το déjà vu είναι σπάνιο φαινόμενο, αλλά όταν συμβαίνει το καταλαβαίνουμε. Είναι αυτό που μπορεί να περπατάς σε μια πόλη την οποία επισκέπτεσαι πρώτη φορά και ξαφνικά γνώριμες εικόνες έρχονται στο μυαλό, σαν να φωνάζουν ότι έχεις ξανάρθει σε αυτό το μέρος. Όμως δεν έχεις ξαναπάει, άρα τι συμβαίνει;

Για την ακρίβεια, κανείς δεν ξέρει στ’ αλήθεια τι συμβαίνει. Η προέλευση του déjà vu (που σημαίνει στα Γαλλικά αυτό που «έχω ήδη δει»), δηλαδή η αίσθηση της οικειότητας με κάτι που είναι εντελώς καινούργιο, παραμένει κρυμμένη κάπου βαθιά κρυμμένη στον εγκέφαλό μας. Το φαινόμενο αυτό είναι δύσκολο να μελετηθεί, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι συνδεδεμένοι με καλώδια και μηχανήματα όταν τους συμβαίνει αυτό προκειμένου να καταφέρουν οι ερευνητές να βρουν άκρη.

Ωστόσο, οι επιστήμονες είχαν προβληματιστεί πολλά χρόνια, καθώς μια περιγραφή εμπειρίας déjà vu εμφανίστηκε το 1888 σε ασθενείς με επιληψία. Η παρατήρηση του φαινομένου δεν ήταν σύμπτωση, μιας και οι άνθρωποι με κάποιες μορφές επιληψίας φαίνεται να νιώθουν το déjà vu πιο συχνά σε σχέση με εκείνους που δεν είχαν την ίδια διαταραχή. Η έρευνα σε τέτοιους ασθενείς έδειξε ότι τα αισθήματα του déjà vu που ένιωθαν ήταν πιο πιθανό να συνδέονταν με τις κρίσεις στο μέσο κροταφικό λοβό, το μέρος του εγκεφάλου που σχετίζεται με την αντίληψη των αισθήσεων, την παραγωγή του λόγου και τη μνήμη.

Κατά τη διάρκεια μιας κρίσης, οι νευρώνες παρουσιάζουν πρόβλημα, στέλνοντας μπερδεμένα μηνύματα σε διαφορετικά μέρη του σώματος. Για αυτούς τους ασθενείς, το déjà vu είναι ένα αποτέλεσμα σύγχυσης των συνδέσεων στον εγκέφαλο. Όταν κάποιοι ασθενείς υποβάλλονται σε εγχείριση εγκεφάλου για να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις, ξυπνούν και είναι απαλλαγμένοι από το φαινόμενο αυτό.

Ορισμένοι επιστήμονες θεωρούν ότι παρόμοιο πρόβλημα των νευρώνων μπορεί να προκαλέσει σε υγιείς εγκεφάλους, που δεν παθαίνουν κρίσεις, μια αίσθηση οικειότητας ενώ δεν υπάρχει λόγος να αισθανθούν κάτι τέτοιο.

Μια δεύτερη υπόθεση περιλαμβάνει ένα άλλο λάθος του εγκεφάλου. «Αυτή τη φορά, το πρόβλημα έχει να κάνει με τη μνήμη», λέει η Anne Cleary, καθηγήτρια γνωστικής ψυχολογίας του πανεπιστημίου του Κολοράντο. Ένα ερέθισμα που προκύπτει από μια νέα κατάσταση ενεργοποιεί την ανάμνηση μιας παλιότερης παρόμοιας εμπειρίας, την οποία ο εγκέφαλός μας δεν μπορεί να ανακαλέσει. Η Cleary δίνει το παρακάτω παράδειγμα στην προσπάθεια της να εξηγήσει το φαινόμενο. Έστω ότι επισκέπτεστε το Παρίσι για πρώτη φορά και έχετε φτάσει στο Λούβρο.

Το βλέμμα σας πέφτει στην τεράστια γυάλινη πυραμίδα που ξεχωρίζει στον προαύλιο χώρο του μουσείου και ξαφνικά νιώθετε αυτό το παράξενο συναίσθημα. Εκείνη τη στιγμή, ο εγκέφαλός σας δεν μπορεί να ανακαλέσει την ανάμνηση που θα μπορούσε να εξηγήσει την κατάσταση, ότι δηλαδή πριν από λίγους μήνες είδατε την ταινία The Da Vinci Code, μια ταινία στην οποία φαίνεται πολύ καθαρά η Πυραμίδα του Λούβρου. «Λόγω της απουσίας της ανάκλησης αυτής, μας απομένει μόνο η αίσθηση της οικειότητας με την παρούσα κατάσταση», λέει η Cleary.

Η Cleary έχει την υποψία ότι αυτού του είδους η οικειότητα προκύπτει από την ικανότητά μας να θυμηθούμε τη δομή του χώρου και του περιβάλλοντος. Προκειμένου να ελέγξει αυτή την υπόθεση, η ειδικός προσπάθησε να προκαλέσει déjà vu σε εργαστηριακές συνθήκες. Χρησιμοποιώντας ένα παιχνίδι που προσομοιάζει με τη ζωή, το The Sims, η Cleary και η ομάδα της έστησε δυο σκηνικά, με διαφορετικά χαρακτηριστικά αλλά ολόιδια στη διάταξη. Το πρώτο ήταν το σκηνικό μιας αυλής που είχε ένα δέντρο σε μια γλάστρα στο κέντρο του, περικυκλωμένο από διάφορα φυτά και άλλα φυτά που κρέμονταν σε καλάθια από τους τοίχους. Το δεύτερο σκηνικό απεικόνιζε ένα μουσείο που αντί για το δέντρο είχε ένα μεγάλο άγαλμα, το έδαφος είχε χαλιά και τα καλάθια είχαν κεριά.

Όταν οι συμμετέχοντες ερεύνησαν το δεύτερο δωμάτιο, ανέφεραν ότι ένιωσαν ένα συναίσθημα déjà vu, αλλά δεν μπορούσαν να το συνδέσουν με το χρόνο που πέρασαν ανακαλύπτοντας το πρώτο δωμάτιο. «Οι άνθρωποι έχουν μια αυξημένη αίσθηση déjà vu όταν η σκηνή έχει μια παρόμοια διάταξη, αλλά δεν μπορούν να ανακαλέσουν την πηγή αυτή της οικειότητας που αισθάνονται», λέει η Cleary.

«Μια ακόμα πιθανή εξήγηση του déjà vu», αναφέρει η Cleary «μας οδηγεί πίσω στο 1928, όταν ο ψυχολόγος Edward Titchener περιέγραψε την αίσθηση χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της διέλευσης ενός δρόμου. Όπως ξεκινάμε να διασχίσουμε το δρόμο, ενστικτωδώς κοιτάμε στα αριστερά, αλλά αν κάτι μας τραβήξει την προσοχή στα δεξιά, στρέφουμε το βλέμμα μας προς τα εκεί. Μέχρι να κοιτάξουμε πάλι στα αριστερά, ο εγκέφαλός μας μπορεί να έχει ξεχάσει την πρώτη φορά που κοιτάξαμε προς τα εκεί. Αυτή η δεύτερη ματιά ενδέχεται να προκαλέσει το αίσθημα της οικειότητας, διότι, σε αυτήν την περίπτωση, έχουμε πράγματι δει κάτι προηγουμένως.

Σε πολλές περιπτώσεις, οι άνθρωποι που βιώνουν το déjà vu δεν μπορούν να εξηγήσουν για ποιο λόγο συμβαίνει. Πάντως, «ο εγκέφαλός μας προσπαθεί να μας εξηγήσει», λέει η Cleary. Αυτές οι εμπειρίες κατά τις οποίες γνωρίζουμε κάτι το οποίο δεν μπορούμε να θυμηθούμε λειτουργούν όλες με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι ξέρουμε το όνομα του ηθοποιού σε μια ταινία, αλλά δεν μας έρχεται αυτόματα να το πούμε. «Όταν η ανάκληση αποτυγχάνει, οι αναμνήσεις μας έχουν παρόλα αυτά έναν τρόπο να μας ειδοποιούν για το γεγονός ότι υπάρχει κάτι σχετικό εκεί», λέει η Cleary. «Υπάρχει κάτι σε αυτή τη διαδικασία που χρειάζεται περαιτέρω εξερεύνηση και μελέτη».