Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

Η καινούργια προσέγγιση στο μεγαλύτερο φόβο του ανθρώπου λέγεται Βιοκεντρισμός, και προέρχεται τόσο από το χώρο της κβαντοφυσικής και της θεωρίας των παράλληλων συμπάντων, όσο και από τον ίδιο…τον Αϊνστάιν.
Σύμφωνα με ένα από τα θεμελιώδη αξιώματα της επιστήμης, καμίας μορφής ενέργεια δεν χάνεται.
Δεν δημιουργείται και  δεν καταστρέφεται απλά υπάρχει. Ξεκινώντας από αυτό, και με δεδομένο ότι ο εγκέφαλος, είναι μια τεράστια γεννήτρια ενέργειας, οι επιστήμονες καλούνται να απαντήσουν στο τι γίνεται αυτή η ποσότητα ενέργειας, όταν ο εγκέφαλος σταματήσει λόγω θανάτου να λειτουργεί.
Είναι πιθανόν να μεταβιβάζεται σε ένα παράλληλο σύμπαν; Για τους μελετητές, η θεωρία των παράλληλων συμπάντων, είναι μια πραγματικότητα πολύ πιο αντικειμενική από αυτό που θεωρούμε πραγματικότητα δεδομένου ότι έννοιες όπως ο χώρος και ο χρόνος, θεμελιώδεις όσον αφορά την προσέγγιση μας απέναντι στην πραγματικότητα, δν υφίστανται όπως τις αντιλαμβανόμαστε.
Οτιδήποτε ο εγκέφαλος επεξεργάζεται και χρησιμοποιεί σαν πληροφορία, είναι απλά ένα εργαλείο κατανόησης ενός συγκεκριμένου χωροχρόνου μιας συγκεκριμένης πραγματικότητας. Κάτι που αποδεικνύεται από την ανικανότητα του εγκεφάλου, να κατανοήσει την ύπαρξη του συμπαντικού απείρου, εφ” όσον ο προγραμματισμός του, του καθιστά κατανοητά μόνο τα πεπερασμένα σύνολα.
Σε ένα σύμπαν χωρίς χώρο και χρόνο (με τις έννοιες που εμείς τους δίνουμε) όπως στην ουσία έχει αποδειχτεί ότι είναι το σύμπαν, η έννοια του θανάτου, του τέλους, πολύ απλά δεν υφίσταται λένε οι ειδικοί.
Υφίσταται η εμπειρία του θανάτου, όπως τον βιώνουμε με το συγκεκριμένης λειτουργίας εγκέφαλο μας, αλλά κατά πόσο αυτή η εμπειρία, ανταποκρίνεται σε μια αντικειμενική πραγματικότητα, για την οποία δεν έχουμε εργαλεία κατανόησης;
Ο ίδιος ο Αϊνστάιν είχε παραδεχτεί με αφορμή το θάνατό ενός φίλου του, του Μπέσο:«Ο Μπέσο έφυγε από αυτόν τον παράξενο κόσμο, λίγο πριν από μένα.
Αλλά αυτό δε σημαίνει τίποτα. Άνθρωποι σαν κι εμάς, γνωρίζουμε ότι ο διαχωρισμός ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, είναι απλά και μόνο μια πεισματάρικη ψευδαίσθηση».
Σύμφωνα με τη μελέτη των επιστημόνων, η αθανασία δεν είναι μια διαρκής ύπαρξη σε έναν κόσμο δίχως τέλος γιατί πολύ απλά σαν έννοια, κατοικεί έξω από την έννοια του χρόνου όπως τον ξέρουμε.
Σε έναν κόσμο έξω από την αντιληπτική μας ικανότητα, κι από ότι θεωρούμε πραγματικό και μη.
Όσο δεδομένη είναι η περιορισμένη μας ικανότητα στον προσδιορισμό της πραγματικότητας άλλο τόσο είναι και η ικανότητά μας στον προσδιορισμό της μη πραγματικότητας.
Αυτής που δεν περιορίζεται από το χώρο, το χρόνο και τους νόμους ενός χιλιοστού του σύμπαντος, αλλά επεκτείνεται σε ολόκληρη την δημιουργία και τις παράλληλες, άπειρες όπως και ο χωροχρόνος, μορφές της.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

Ένα κείμενο με τίτλο «Crying» δημοσίευσε μέσα από το μπλογκ της, η Jane Fonda στο οποίο αποφάσισε να κάνει έναν απολογισμό ζωής.

  

«Σκεφτόμουν πρόσφατα πώς γίνεται και τα δάκρυα έρχονται τόσο πιο εύκολα στην επιφάνεια πια. Και κατάλαβα ότι έχει να κάνει με την ηλικία. Έχω συνειδητοποιήσει τόσο υπέροχα την έννοια του χρόνου, αλλά και πόσο λίγος καιρός μου απομένει, πόσο πολύς είναι πίσω μου και όλα έχουν γίνει τόσο πολύτιμα. Μεγαλώνοντας κατάφερα να εκτιμήσω ακόμη και τα μικρότερα πράγματα. Ίσως γιατί τώρα δίνω μεγαλύτερη σημασία. Πήγα χθες στο σπίτι μιας φίλης που δεν την είχα δει από τότε που ήταν έγκυος. Όταν αντίκρισα το όμορφο και λαμπερό πρόσωπό της άρχισα να κλαίω. Όταν άκουσα τα λόγια που είπε η μητέρα της για το πως πρέπει να μεγαλώνει ένα παιδί ώστε να είναι ευτυχισμένο και συνειδητοποιημένο, άρχισα πάλι να κλαίω. Δεν έκλαιγα γιατί ήθελα να επιστρέψω στη δική μου παιδική ηλικία και να ξαναδώ τα πράγματα με περισσότερη σοφία, ήταν γιατί τα λόγια της με συγκίνησαν...»

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

socrate
Κάποτε βρισκόταν στην πόλη μια ωραία γυναίκα που την έλεγαν Θεοδότη· ήταν τέτοια ώστε να πηγαίνει με όποιον την έπειθε· κάποιος από τη συντροφιά του Σωκράτη τη μνημόνευσε και είπε ότι η ομορφιά της γυναίκας είναι ανώτερη από κάθε περιγραφή και ότι πηγαίνουν στο σπίτι της ζωγράφοι, για να την απεικονίσουν, και σ’ αυτούς εκείνη δείχνει όσα μέλη του σώματός της είναι ωραία.
Ο Σωκράτης είπε: «Θα πρέπει να πάμε, για να τη δούμε· διότι βέβαια δεν μπορούμε να καταλάβουμε αυτό που είναι ανώτερο από κάθε περιγραφή ακούγοντάς το».
Αυτός που την είχε αναφέρει είπε: «Ακολουθήστε με γρήγορα».
Έτσι λοιπόν πήγαν στη Θεοδότη, τη βρήκαν να ποζάρει σε κάποιο ζωγράφο και την είδαν. Ο ζωγράφος τέλειωσε τη δουλειά του.
Ο Σωκράτης είπε: «Άντρες, ποιο από τα δύο, εμείς περισσότερο πρέπει να ευγνωμονούμε τη Θεοδότη, επειδή μας έκανε επίδειξη της ομορφιάς της, ή εκείνη εμάς, επειδή την είδαμε; Άραγε, αν η επίδειξη είναι πιο ωφέλιμη γι’ αυτήν, πρέπει αυτή να μας ευγνωμονεί, και αν η θέα της για μας είναι πιο ωφέλιμη, πρέπει εμείς να την ευγνωμονούμε; Αυτή λοιπόν ήδη κερδίζει τον έπαινό μας και, όταν τη διαδώσουμε σε περισσότερους, θα ωφεληθεί περισσότερο· ενώ εμείς ήδη επιθυμούμε να αγγίξουμε όσα είδαμε και θα φύγουμε φαγουριασμένοι και, όταν φύγουμε, θα τα ποθήσουμε. Για τους λόγους αυτούς είναι φυσικό εμείς να την περιποιούμαστε και αυτή να κερδίζει τις περιποιήσεις μας».
Η Θεοδότη είπε: «Μα το Δία, αν λοιπόν έτσι είναι τα πράγματα, θα πρέπει εγώ να σας ευγνωμονώ, που με είδατε».
Socrates-Alcibiades-crop
Ύστερα από αυτό ο Σωκράτης, επειδή έβλεπε ότι αυτή ήταν στολισμένη με δαπανηρό τρόπο, ότι ήταν δίπλα της η μητέρα της με ενδυμασία και περιποίηση όχι τυχαία και υπηρέτριες πολλές, που ήταν όμορφες και που κι αυτές δεν ήταν αφρόντιστες, και ότι το σπίτι ήταν με αφθονία εφοδιασμένο σ’ όλα, είπε:
«Πες μου, Θεοδότη· έχεις χωράφια;».
«Δεν έχω» είπε.
«Μήπως σπίτι που σου δίνει έσοδα;».
«Ούτε σπίτι έχω» είπε.
«Μήπως έχεις ανθρώπους που σου δουλεύουν χειρωνακτικά;».
«Ούτε τέτοιους» είπε.
«Από πού λοιπόν παίρνεις όσα σου είναι απαραίτητα;».
«Αν», είπε, «κάποιος γίνει φίλος μου και θέλει να με ευεργετεί, αυτό είναι η περιουσία μου».
«Μα την Ήρα, Θεοδότη, είναι ωραία βέβαια η περιουσία σου και πολύ καλύτερα να έχεις κοπάδια φίλων παρά να έχεις κοπάδια προβάτων, κατσικιών και βοδιών. Αλλά ποιο από τα δύο, το αφήνεις στην τύχη, δηλαδή αν θα πετάξει κοντά σου κάποιος φίλος σαν μύγα ή μηχανεύεσαι και η ίδια κάτι;». «Πώς θα μπορούσα εγώ, είπε, να βρω η ίδια κάποιο τρόπο;».
«Μα το Δία, με περισσότερο ταιριαστό τρόπο απ’ όσο τα φαλάγγια· διότι ξέρεις με τρόπο εκείνα κυνηγούν την τροφή τους· υφαίνουν δηλαδή λεπτά δίχτυα και ό,τι πέσει μέσα τους το κάνουν τροφή τους».
«Και εμένα λοιπόν, είπε, συμβουλεύεις να υφάνω κάποιο δίχτυ;».
«Ναι, διότι δεν πρέπει να φαντάζεσαι ότι με τόση έλλειψη τέχνης θα πιάσεις το πολύ μεγάλης αξίας θήραμα, δηλαδή τους φίλους. Δε βλέπεις ότι, και όταν κυνηγούν το μικρής αξίας θήραμα, δηλαδή τους λαγούς, χρησιμοποιούν πολλά τεχνάσματα; Δηλαδή, επειδή οι λαγοί βόσκουν τη νύχτα, παίρνουν σκυλιά της νύχτας και μ’ αυτά τους κυνηγούν· επειδή κρύβονται την ημέρα, παίρνουν άλλα σκυλιά, που τους καταλαβαίνουν με τη μυρωδιά και τους βρίσκουν όπου παν να κοιμηθούν μετά τη βοσκή· επειδή είναι γοργοπόδαροι, ώστε να ξεφεύγουν, και όταν τρέχουν φανερά, γυμνάζουν άλλα γρήγορα σκυλιά, για να τους πιάνουν κυνηγώντας τους· και επειδή μερικοί από αυτούς ξεφεύγουν και από αυτά, τοποθετούν δίχτυα στα μονοπάτια απ’ όπου περνούν, για να πέφτουν μέσα σ’ αυτά και να μπλέκονται τα πόδια τους».
«Λοιπόν με ποιο παρόμοιο μέσο θα μπορούσα, είπε, να πιάνω φίλους;».
«Αν, μα το Δία, αποκτήσεις αντί για σκύλο κάποιον, που ανιχνεύοντας θα βρει όσους αγαπούν την ομορφιά και είναι πλούσιοι και, όταν τους βρει, θα μηχανευτεί πώς να τους ρίξει στα δικά σου δίχτυα».
«Και ποια δίχτυα, είπε, έχω εγώ;».
«Ένα βέβαια, που πλέκεται πολύ ωραία, το σώμα σου· και μέσα σ’ αυτό έχεις την ψυχή, με την οποία καταλαβαίνεις και πώς ρίχνοντας τα βλέμματά σου θα τον ευχαριστήσεις και τι λέγοντας θα τον ευφράνεις και ότι πρέπει να υποδέχεσαι με ευχαρίστηση όποιον σε φροντίζει και να απομακρύνεις τον αλαζονικό και, όταν αρρωστήσει φίλος σου, να τον επισκεφθείς με φροντίδα και, όταν πετύχει κάτι ωραίο, να χαρείς πολύ μαζί του και σ’ εκείνον που σε φροντίζει πολύ να είσαι ολόψυχα ευχάριστη· ξέρω βέβαια καλά ότι ξέρεις να αγαπάς όχι μόνο τρυφερά, αλλά και με καλή διάθεση· και ξέρω καλά ότι όχι με λόγια, αλλά με πράξεις δείχνεις ότι σου είναι αρεστοί οι φίλοι».
«Μα το Δία», είπε η Θεοδότη, «εγώ τίποτε από αυτά δε μηχανεύομαι».
«Ωστόσο», είπε ο Σωκράτης, «μεγάλη σημασία έχει να προσφέρεσαι σε κάποιον άνθρωπο φυσικά και λογικά· διότι βέβαια με τη βία δε θα μπορούσες ούτε να πιάσεις ούτε να διατηρήσεις ένα φίλο, ενώ με την ευεργεσία και με την ηδονή το θηρίο αυτό και πιάνεται και μένει μόνιμα».
«Αλήθεια λες» είπε.
«Πρέπει λοιπόν πρώτα-πρώτα να ζητάς από εκείνους που σε φροντίζουν τέτοια, που ελάχιστα θα τους κοστίσουν, αν τα κάνουν, κι έπειτα να τους ανταμείβεις ευχαριστώντας τους με τον ίδιο τρόπο· διότι έτσι θα γίνουν προπάντων φίλοι σου, θα σε αγαπούν για πολύ καιρό και θα σου κάνουν πολύ μεγάλες ευεργεσίες. Θα τους ευχαριστήσεις προπάντων, αν τους προσφέρεις τα δώρα σου, όταν τα χρειάζονται· διότι βλέπεις ότι και τα πιο ευχάριστα φαγητά φαίνονται δυσάρεστα, αν κάποιος τα προσφέρει πριν τα επιθυμήσει ο άλλος, και στους παραχορτασμένους προκαλούν και αποστροφή, ενώ αν τα προσφέρει, αφού πρώτα προκαλέσει πείνα, φαίνονται πολύ ευχάριστα, ακόμη κι αν είναι κάπως κατώτερης ποιότητας».
«Πώς λοιπόν, είπε η Θεοδότη, θα μπορούσα να προκαλέσω πείνα για όσα έχω;».
«Αν, μα το Δία, πρώτα-πρώτα στους παραχορτασμένους ούτε προσφέρεις ούτε θυμίζεις τα κάλλη σου, ωσότου περάσει ο κόρος τους και έχουν ξανά την ανάγκη σου με όσο γίνεται κόσμια συμπεριφορά και με το να μη φαίνεσαι ότι θέλεις να τους κάνεις χάρη και προσπαθώντας να τους ξεφύγεις, ωσότου να έχουν την ανάγκη σου όσο γίνεται περισσότερο· διότι τότε τα ίδια δώρα έχουν μεγαλύτερη σημασία παρά να τα δίνεις προτού τα επιθυμήσουν».
«Γιατί λοιπόν, Σωκράτη, δε μου γίνεσαι συνεργάτης στο κυνήγι φίλων;».
«Θα γίνω, είπε, μα το Δία, αν με πείσεις».
«Πώς λοιπόν, είπε, θα μπορούσα να σε πείσω;».
«Αν σε κάτι με χρειάζεσαι, θα το ζητήσει η ίδια και θα το μηχανευθείς».
«Λοιπόν, είπε, να μου έρχεσαι τακτικά στο σπίτι».
«Θεοδότη, δεν μου είναι πολύ εύκολο να έχω ελεύθερο χρόνο· διότι μου δημιουργούν απασχολήσεις πολλές ιδιωτικές και ατομικές υποθέσεις· έχω και φίλες που ούτε την ημέρα ούτε τη νύχτα θα με αφήσουν να απομακρυνθώ από κοντά τους, καθώς μαθαίνουν από εμένα φίλτρα και επωδές».
«Κι αυτά τα ξέρεις, Σωκράτη;», είπε.
«Αλλά γιατί φαντάζεσαι ότι αυτός εδώ ο Απολλόδωρος και ο Αντισθένης δε φεύγουν ποτέ από κοντά μου; Και γιατί ο Κέβητας και ο Σιμίας έρχονται από τη Θήβα; Ξέρε καλά ότι αυτά δε γίνονται χωρίς πολλά φίλτρα, επωδούς και σουσουράδες».
«Δάνεισέ μου λοιπόν, είπε, τη μαγική σουσουράδα, για να την ελκύσω πρώτα-πρώτα εσένα».
«Αλλά, μα το Δία, είπε ο Σωκράτης, δε θέλω εγώ να ελκύομαι προς εσένα, αλλά εσύ να έρχεσαι προς εμένα».
«Θα έρχομαι, είπε· μόνο να με δέχεσαι».
«Θα σε δέχομαι, είπε ο Σωκράτης, αν μέσα δεν υπάρχει κάποια πιο αγαπητή από σένα».
____
Απόσπασμα από τα "Απομνημονεύματα" του Ξενοφώντα (συζήτηση Σωκράτη-Θεοδότης)
(βασισμένο στη μετάφραση του Θ. Μαυρόπουλου)

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Οι Σειρήνες όμως έχουν ένα όπλο πιο φοβερό και από το τραγούδι: τη σιωπή τους. Και πιθανότερο, παρόλο που δεν έτυχε ποτέ, θα ήταν να γλιτώσεις από το τραγούδι τους, παρά από τη σιωπή τους.
[Φραντς Κάφκα, Η σιωπή των σειρήνων]

Η επανάσταση που οραματίζομαι θα είναι μια επανάσταση των σιωπηλών. Δεν θα έχει σημαίες αναπεπταμένες, συνθήματα και ιδεολογικές διακηρύξεις. Θα είναι μια επανάσταση βουβή, που θα στηρίζεται απλώς στην αλληλεγγύη των βλεμμάτων. Θα ξεκινήσει από την απόλυτη, την οργισμένη σιωπή, και θα αποδώσει στον άνθρωπο ό,τι στερήθηκε, ό,τι ονειρεύθηκε, ό,τι ζήτησε με κραυγές -πριν επιλέξει τη σιωπή.


Γιατί αυτή η σιωπή είναι η απόγνωση και η προσδοκία του. Δεν είναι αποδοχή, μήτε μοιρολατρία. Η σιωπή είναι το μέτρο της διαψευσμένης του ζωής, η πίκρα για τις επαγγελίες που ακυρώθηκαν, η οργή για την υποκρισία και το ψέμα. Η σιωπή είναι το ανώτερο στάδιο της πολιτικής ωριμότητας. Αν οδηγήσει στην επανάσταση, θα είναι μια επανάσταση αληθινή, αφού για πρώτη φορά δεν θα δεσμεύεται από τα λόγια της, θα δεσμεύεται μόνον από τα αισθήματά της.

Η επανάσταση των σιωπηλών δεν απευθύνεται λοιπόν σε ορισμένες τάξεις κοινωνικές, ούτε υπόσχεται ευημερία και δικαιώματα. Υπόσχεται μόνον μια άλλη γλώσσα: Την ξεχασμένη γλώσσα της ειλικρίνειας και της ευθύνης. Δεν επιδιώκει την εξουσία, αφού όπως απέδειξε η Ιστορία αυτό οδηγεί στη βία και τον εκφυλισμό. Επιδιώκει, όμως, να αποδώσει στον άνθρωπο την εξουσία της ζωής του, να απαντήσει στη βουβή απόγνωση της σιωπής του. «Η επανάσταση», σχολίασε ο μέγιστος των θεωρητικών της, «συνιστά μια πνευματική αναταραχή, μέσω της οποίας μια ομάδα ανθρώπων επιδιώκει να θέσει νέα θεμέλια για την ύπαρξή της».

Σε αυτήν λοιπόν την επανάσταση, που αναζητά αιωνίως τα θέμελιά της, δεν έχουν ίσως θέση οι ποιητές, μήτε οι φιλόσοφοι. Εχουν όμως θέση οπωσδήποτε οι άνεργοι. Ο φιλόσοφος προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο, ο ποιητής δημιουργεί τον δικό του. Ο άνεργος όμως τον στερείται εξ ορισμού. Η ανεργία αποτελεί τον παραλογισμό ενός πολιτισμού, που δεν παύει να επαίρεται για τις κατακτήσεις του. Ο παραλογισμός αυτός, αλλού μεταφράζεται στην πρόκληση της χλιδής, στον άνεργο σε ταπεινώσεις που δεν τελειώνουν. Ο άνεργος κατέφυγε στη σιωπή, επειδή κουράστηκε να ακούει για επενδύσεις και για τη μείωση της ανεργίας· που εξαιρεί ωστόσο πάντοτε τον ίδιο. Ο άνεργος είναι πια σιωπηλός, όχι επειδή θέλει να κρύψει την οργή του, αλλά επειδή δεν αντέχει να μιλήσει άλλο.

Η σιωπή -που κρύβει την απόγνωση- χαρακτηρίζει ακόμα όσους νοιάζονται αληθινά για τα δεινά του περιβάλλοντος. Δεν είναι οι οικολόγοι: Οι οικολόγοι φλυαρούν χωρίς μέτρο, και αναζητούν διαρκώς άλλοθι στον εαυτό τους και την «ανάπτυξη».
Στην επανάσταση των σιωπηλών, θα συμμετέχουν οι άλλοι: Οσοι γνωρίζουν ότι η ανάσα της φύσεως είναι το ίδιο σπουδαία με τη δική τους ανάσα, ότι τα τραύματά της αποτελούν τραύματα στο δικό τους σώμα και την ψυχή. Αν σήμερα η μόνη προσδοκία τους είναι η επανάσταση των σιωπηλών, είναι επειδή κουράστηκαν να καταγγέλουν: την ασίγαστη μανία καταστροφής σε παραλίες και δάση, τις απάνθρωπες πόλεις που στεγνώνουν τις ψυχές, τη θυσία του αιώνιου και του αναγκαίου στο εφήμερο και το ταπεινό.
Η επανάσταση των σιωπηλών δεν υπόσχεται νόμους και διατάγματα, που θα αποβλέπουν στην «προστασία» του περιβάλλοντος. Θεωρεί, αντίθετα, ότι είναι ο άνθρωπος που πρέπει να προστατευθεί. Εκείνος -που σήμερα σιωπά με απόγνωση- και οι επίγονοί του. Το περιβάλλον είναι ανάγκη να παραμείνει όσο γίνεται υπερήφανο και ανέγγιχτο, επειδή μόνον έτσι ανθεί πράγματι η ζωή. Αλλιώς, θα πληθαίνουν οι απομιμήσεις και τα ομοιώματά της.

Στην επανάσταση των σιωπηλών συμμετέχουν και όσοι είδαν το διαφορετικό κόσμο, που έπλασαν μέσα τους, να διαψεύδεται και να συντρίβεται. Μήτε μετάνιωσαν όμως, επειδή ο κόσμος τους είχε αξίες και ήθος, μήτε αλλάζουν. Στην επανάσταση των σιωπηλών, είναι σημαιοφόροι χωρίς σημαίες, πεζοπόροι χωρίς προμήθειες. Διαθέτουν την τιμιότητα του βλέμματος και μια παράδοξη αξιοπρέπεια. Ο κόσμος όμως που έπλασαν -που είχε αξίες και ήθος- είναι πάντοτε εκεί. Και απαιτεί το σεβασμό από όσους μιλούν εξ ονόματός του.
Αυτοί οι σημαιοφόροι -χωρίς σημαίες- στην επανάσταση των σιωπηλών είναι η εγρήγορση και η συνείδησή της.

Όσοι άλλωστε κατέφυγαν στη σιωπή δεν έπαυσαν να ονειρεύονται: τη δίκαιη συγκρότηση του κοινωνικού ιστού, την αύρα μιας παιδείας ουσιαστικής, την ενίσχυση των δημιουργικών δυνάμεων που εν είδει μικρής φωτιάς υπάρχουν στον καθένα. Αντί όμως να κερδίσουν τη μοναδικότητά τους, έγιναν αριθμοί και αποδέκτες. Αριθμοί σε πίνακες στατιστικής και σε μετρήσεις θεαματικότητας· αποδέκτες σε επίπλαστες ανάγκες και όμηροι μιας ανεξέλεγκτης προόδου. Κι ενώ τα στοιχεία και οι εξαγγελίες των πολιτικών μιλούν για τη διαρκή άνοδο του εθνικού εισοδήματος, εκείνοι αισθάνονται ότι το βιοτικό τους επίπεδο -με την έννοια του βίου, της ζωής- διαρκώς μειώνεται.

Αυτός άλλωστε -εγώ ή εσείς- που οραματίζεται την επανάσταση των σιωπηλών, δεν ενδιαφέρεται αν επικριθεί ως ρομαντικός, μήτε αν καταταχθεί από τους εχέφρονες στους υπέρμαχους μιας ουτοπίας, από τις πολλές που γνώρισε η Ιστορία. Οι επικριτές της επανάστασης των σιωπηλών, συχνά φορτωμένοι με διπλώματα και κοινωνιολογικές περγαμηνές, αγνοούν την αξία της σιωπής, το εν δυνάμει επαναστατικό της περιεχόμενο. Τι άλλο όμως ήταν η εξέγερση του Πολυτεχνείου -για να αναφερθούμε στην επικαιρότητα- από μια κραυγή σπαρακτική, μια στιγμή επαναστάσεως ύστερα από χρόνια σιωπής; Η σιωπή υπήρχε από νωρίς στις διαψευσμένες προσδοκίες των νέων ανθρώπων, σερνόταν στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα και τους δρόμους της Αθήνας, μιλούσε με μουσικές και αθέατα δάκρυα. Η βία επιτάχυνε την έκφρασή της, τα τανκς προσπάθησαν να καλύψουν την απειλή της.

Όσοι λοιπόν αμφισβητούν την επανάσταση των σιωπηλών, δεν μέτρησαν ποτέ την αξία της σιωπής, δεν έτυχε ποτέ να αντιληφθούν την εκρηκτική της δύναμη. Μήπως όμως και ο έρωτας δεν είναι ως επί το πλείστον σιωπή, μήπως μέσα στη σιωπή δεν πλάθει ο δημιουργός το έργο του;

«Οι επαναστάσεις είναι τρελές εμπνεύσεις της Ιστορίας», έγραψε ένας σπουδαίος επαναστάτης, που δολοφονήθηκε μάλιστα από τους πρώην συντρόφους του στην εξορία. Η επανάσταση των σιωπηλών δεν θα είναι απλώς μια τρελή έμπνευση της ανθρώπινης ιστορίας. Θα είναι ίσως η συνέχεια και η αποθέωσή της.

ΠΗΓΗ:Γιώργος Γραμματικάκης για την Grafida.net

Πηγή: Η επανάσταση των σιωπηλών, του Γιώργου Γραμματικάκη - RAMNOUSIA