Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

Σ’ ἕνα καφενεῖο τῆς Ἀθήνας -ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰ.- οἱ πελάτες εἶναι ἀποκλεισμένοι ἀπὸ τὴν ἀσταμάτητη βροχή. Ὡστόσο στὸ καφενεῖο κάποιοι συνεχίζουν νὰ παίζουν τάβλι, ἄλλοι πρέφα, δυὸ γέροντες παίζουν τὸ «μεγάλο μπεζίκι μὲ 256 φύλλα», κι ἀπὸ δίπλα ἕνας ἄλλος γέρος κρατάει συνεχῶς μιὰν ἐφημερίδα καὶ τὸν παίρνει κάθε λίγο ὁ ὕπνος. Ἡ βροχὴ δυναμώνει. Τὸ νερὸ μπαίνει ἀπὸ παντοῦ. Ἀλλὰ οἱ παῖκτες συνεχίζουν ἀπτόητοι κι ὁ γέρος μὲ τὴν ἐφημερίδα του συνεχίζει τὸν ὕπνο του. Δὲν ἄργησαν βέβαια νὰ ἐμφανιστοῦν καὶ ὅσοι «ἔκαμναν κουμάντο», καθὼς τὸ συνηθίζουν οἱ Νεοέλληνες, νὰ δίνουν δηλαδὴ ὁδηγίες γιὰ τὸ πῶς θὰ φύγουν τὰ νερὰ ἐνῶ τὸ μόνο ποὺ κατάφερναν ἦταν νὰ ἐμποδίζουν τὸ ἔργο τῶν ὑπαλλήλων. Καὶ φυσικὰ δὲν ἔλειψαν καὶ οἱ αὐτόκλητοι πραγματογνώμονες ποὺ ἀποφαίνονταν γιὰ τὴν αἰτία τῆς πλημμύρας. Τέλος, ἡ βροχὴ σταμάτησε, οἱ ὑπάλληλοι τοῦ καφενείου ἔριχναν πριονίδι, οἱ παῖκτες ἔμεναν τώρα σιωπηλοὶ κι ὁ γέρος –κρατώντας πάντα ἀνοιχτὴ ταὴν ἐφημερίδα του, διψοῦσε γιὰ πληροφόρηση φαίνεται- ξύπνησε μὲ τὴν ἀπορία:

«Μὰ πότε μπῆκε τὸ νερὸ μέσα;»

Αὐτὸ εἶναι ἕνα μικρὸ διήγημα τοῦ Παπαδιαμάντη -ὁ Θεὸς νὰ τὸ κάνει διήγημα, πρόκειται μᾶλλον γιὰ μιὰ ἐκτενὴ γελοιογραφία- ποὺ δημοσιεύτηκε τὸ 1906 μὲ τὸν τίτλο «Τὸ θαλάσσωμα». Τὸ διαβάζει κανεὶς σήμερα καὶ τὸ βρίσκει ἐξόχως προφητικό. Ὁ Παπαδιαμάντης συμβολικὰ περιγράφει τὸ ἦθος τῆς νεοελληνικῆς κοινωνίας. Ἀλλοῦ (πχ στοὺς «Χαλασοχώρηδες») ἀναλύει διεισδυτικά τὸ πολιτικό καὶ κοινωνικό μας πρόβλημα, ἐνῶ στὴ «Φόνισσα» ἀναδεικνύει τὸν δαιμονισμὸ τοῦ κοσμοδιορθωτισμοῦ. Ἀλλὰ ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἕνας λογοτέχνης, ἀκόμα κι ἄν εἶδε τη λογοτεχνία ὡς μέσον. Ἀναδεικνύει τὴν ἑλληνικὴ παθογένεια, δὲν εἶναι κοινωνικὸς ἀναμορφωτὴς. Ἀντλεῖ ὅμως ἀπὸ τὴν πνευματικὴ παράδοση τοῦ τόπου καὶ σ’αὐτὴ μᾶς προτρέπει νὰ σταθοῦμε καθὼς οἱ μεγάλες πνευματικὲς παραδόσεις νοηματοδοτοῦν κοινωνίες καὶ πολιτισμούς. Καὶ δίνουν τὸ στήριγμα σὲ περιόδους κρίσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: